Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòrso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔrso]

δάγκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morsicchiare morsura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morsettiera (θηλ.ουσ)
morsetto (ουσ αρσ )
morsicare (ρ. μτβ.)
morsicatura (θηλ.ουσ)
morsicchiare (ρ. μτβ.)
morso (ουσ αρσ )
morsura (θηλ.ουσ)
morta (θηλ.ουσ)
mortadella (θηλ.ουσ)
mortaio (ουσ αρσ )
mortale (ουσ αρσ και θηλ.)
mortale (επίθ.)
mortaletto (ουσ αρσ )
mortalità (θηλ.ουσ)
mortalmente (επίρ.)
mortaretto (ουσ αρσ )
mortasa (θηλ.ουσ)
mortasare (ρ. μτβ.)
mortasatrice (θηλ.ουσ)
mortasatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---