Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mortasàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mortaˈzare]

1 φτιάχνω υποδοχή ματίσματος
2 προσδένω τεμάχια με υποδοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mortasa mortasatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mortaletto (ουσ αρσ )
mortalità (θηλ.ουσ)
mortalmente (επίρ.)
mortaretto (ουσ αρσ )
mortasa (θηλ.ουσ)
mortasare (ρ. μτβ.)
mortasatrice (θηλ.ουσ)
mortasatura (θηλ.ουσ)
morte (θηλ.ουσ)
mortella (θηλ.ουσ)
morticino (ουσ αρσ )
morticino (επίθ.)
mortificante (επίθ.)
mortificare (ρ. μτβ.)
mortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mortificato (επίθ.)
mortificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mortificazione (θηλ.ουσ)
morto (ουσ αρσ )
morto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---