Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmorticìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mortiˈʧino] νεκρό μωρό morticìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mortiˈʧino] 1 θανάσιμος 2 θανατηφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |