Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmòrva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔrva] 1 αρρώστια αλόγων (βλέννα ίππων) 2 μάλις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |