Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mosàico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈzajko]

το μωσαϊκό

mosàico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈzajko]

Μωσαὶκός (νόμος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mosaicista mosca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mortorio (ουσ αρσ )
mortuario (αρσ. επίθ και ουσ)
morula (θηλ.ουσ)
morva (θηλ.ουσ)
mosaicista (ουσ αρσ και θηλ.)
mosaico (ουσ αρσ )
mosaico (επίθ.)
mosca (θηλ.ουσ)
moscaio (ουσ αρσ )
moscaiola (θηλ.ουσ)
moscardino (ουσ αρσ )
moscatello (ουσ αρσ )
moscatello (επίθ.)
moscato (ουσ αρσ )
moscato (επίθ.)
moscatura (θηλ.ουσ)
moscerino (ουσ αρσ )
moschea (θηλ.ουσ)
moschettata (θηλ.ουσ)
moschettato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---