Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moscàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mosˈkajo]

1 τόπος γεμάτος μύγες
2 σμήνος από μύγες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mosca moscaiola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morva (θηλ.ουσ)
mosaicista (ουσ αρσ και θηλ.)
mosaico (ουσ αρσ )
mosaico (επίθ.)
mosca (θηλ.ουσ)
moscaio (ουσ αρσ )
moscaiola (θηλ.ουσ)
moscardino (ουσ αρσ )
moscatello (ουσ αρσ )
moscatello (επίθ.)
moscato (ουσ αρσ )
moscato (επίθ.)
moscatura (θηλ.ουσ)
moscerino (ουσ αρσ )
moschea (θηλ.ουσ)
moschettata (θηλ.ουσ)
moschettato (επίθ.)
moschetteria (θηλ.ουσ)
moschettiere (ουσ αρσ )
moschetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---