Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoschetterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mosketteˈria] 1 τέχνη μάχης με μουσκέτα 2 οπλίτες με μουσκέτα 3 μουσκέτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |