Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòsco, mósco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔsko], [ˈmosko]

ελάφι moschus moschiferus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moscio moscone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moschettiere (ουσ αρσ )
moschetto (ουσ αρσ )
moschettone (ουσ αρσ )
moschicida (επίθ.)
moscio (επίθ.)
mosco (ουσ αρσ )
moscone (ουσ αρσ )
moscovita (ουσ αρσ και θηλ.)
moscovita (επίθ.)
Mosè (κύρ.όν. αρσ.)
mossa (θηλ.ουσ)
mossiere (ουσ αρσ )
mosso (επίθ.)
mostaccio (ουσ αρσ )
mostacciolo (ουσ αρσ )
mostarda (θηλ.ουσ)
mostardiera (θηλ.ουσ)
mosto (ουσ αρσ )
mostoso (επίθ.)
mostra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---