Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moscovìta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moskoˈvita]

Μοσχοβίτης

moscovìta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moskoˈvita]

Μοσχοβίτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moscone Mosè  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moschettone (ουσ αρσ )
moschicida (επίθ.)
moscio (επίθ.)
mosco (ουσ αρσ )
moscone (ουσ αρσ )
moscovita (ουσ αρσ και θηλ.)
moscovita (επίθ.)
Mosè (κύρ.όν. αρσ.)
mossa (θηλ.ουσ)
mossiere (ουσ αρσ )
mosso (επίθ.)
mostaccio (ουσ αρσ )
mostacciolo (ουσ αρσ )
mostarda (θηλ.ουσ)
mostardiera (θηλ.ουσ)
mosto (ουσ αρσ )
mostoso (επίθ.)
mostra (θηλ.ουσ)
mostrabile (επίθ.)
mostrare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---