Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔsso]

1 (foto) κουνισμένος (-η, -ο)
2 (mare) ταραγμένος (-η, -ο)
3 (capelli) ανακατεμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mossiere mostaccio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


il mare [αρσ.] è mosso = έχει θάλασσα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moscovita (ουσ αρσ και θηλ.)
moscovita (επίθ.)
Mosè (κύρ.όν. αρσ.)
mossa (θηλ.ουσ)
mossiere (ουσ αρσ )
mosso (επίθ.)
mostaccio (ουσ αρσ )
mostacciolo (ουσ αρσ )
mostarda (θηλ.ουσ)
mostardiera (θηλ.ουσ)
mosto (ουσ αρσ )
mostoso (επίθ.)
mostra (θηλ.ουσ)
mostrabile (επίθ.)
mostrare (ρ.αμτβ.)
mostrare (ρ. μτβ.)
mostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
mostravento (ουσ αρσ )
mostrina (θηλ.ουσ)
mostro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---