Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mostàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mosˈtatʧo]

άσκημη φάτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mosso mostacciolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moscovita (επίθ.)
Mosè (κύρ.όν. αρσ.)
mossa (θηλ.ουσ)
mossiere (ουσ αρσ )
mosso (επίθ.)
mostaccio (ουσ αρσ )
mostacciolo (ουσ αρσ )
mostarda (θηλ.ουσ)
mostardiera (θηλ.ουσ)
mosto (ουσ αρσ )
mostoso (επίθ.)
mostra (θηλ.ουσ)
mostrabile (επίθ.)
mostrare (ρ.αμτβ.)
mostrare (ρ. μτβ.)
mostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
mostravento (ουσ αρσ )
mostrina (θηλ.ουσ)
mostro (ουσ αρσ )
mostruosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---