Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moschettàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mosketˈtata]

πυροβολισμός με μουσκέτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moschea moschettato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moscato (ουσ αρσ )
moscato (επίθ.)
moscatura (θηλ.ουσ)
moscerino (ουσ αρσ )
moschea (θηλ.ουσ)
moschettata (θηλ.ουσ)
moschettato (επίθ.)
moschetteria (θηλ.ουσ)
moschettiere (ουσ αρσ )
moschetto (ουσ αρσ )
moschettone (ουσ αρσ )
moschicida (επίθ.)
moscio (επίθ.)
mosco (ουσ αρσ )
moscone (ουσ αρσ )
moscovita (ουσ αρσ και θηλ.)
moscovita (επίθ.)
Mosè (κύρ.όν. αρσ.)
mossa (θηλ.ουσ)
mossiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---