Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoscatèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moskaˈtɛllo] 1 οίνος μοσχάτος 2 μοσχοστάφυλο moscatèllo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moskaˈtɛllo] Μοσχάτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |