Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmortificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mortifikatˈtsjone] 1 ταπείνωση 2 εξαγνιστικός κολασμός 3 γάγγραινα 4 απονέκρωση 5 νέκρωση 6 προσβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |