Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmortificàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mortifiˈkato] 1 ενοχλημένος 2 λυπημένος πολύ 3 ταπεινωμένος 4 καταπιεσμένος 5 στενοχωρημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |