Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mortificàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mortifiˈkato]

1 ενοχλημένος
2 λυπημένος πολύ
3 ταπεινωμένος
4 καταπιεσμένος
5 στενοχωρημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mortificarsi mortificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morticino (ουσ αρσ )
morticino (επίθ.)
mortificante (επίθ.)
mortificare (ρ. μτβ.)
mortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mortificato (επίθ.)
mortificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mortificazione (θηλ.ουσ)
morto (ουσ αρσ )
morto (επίθ.)
mortorio (ουσ αρσ )
mortuario (αρσ. επίθ και ουσ)
morula (θηλ.ουσ)
morva (θηλ.ουσ)
mosaicista (ουσ αρσ και θηλ.)
mosaico (ουσ αρσ )
mosaico (επίθ.)
mosca (θηλ.ουσ)
moscaio (ουσ αρσ )
moscaiola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---