Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mortificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mortifiˈkare]

1 πληγώνω
2 νεκρώνω
3 απονεκρώνω
4 ντροπιάζω
5 ταπεινώνω
6 γαγγραινιάζω
7 πικραίνω

mortificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mortifiˈkarsi]

1 νεκρώνομαι
2 ταπεινώνομαι
3 ντροπιάζομαι
4 μειώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mortificante mortificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morte (θηλ.ουσ)
mortella (θηλ.ουσ)
morticino (ουσ αρσ )
morticino (επίθ.)
mortificante (επίθ.)
mortificare (ρ. μτβ.)
mortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mortificato (επίθ.)
mortificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mortificazione (θηλ.ουσ)
morto (ουσ αρσ )
morto (επίθ.)
mortorio (ουσ αρσ )
mortuario (αρσ. επίθ και ουσ)
morula (θηλ.ουσ)
morva (θηλ.ουσ)
mosaicista (ουσ αρσ και θηλ.)
mosaico (ουσ αρσ )
mosaico (επίθ.)
mosca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---