Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mortarétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mortaˈretto]

1 κροτίδα
2 τρακατρούκα
3 βαρελότο
4 πυροτέχνημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mortalmente mortasa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mortale (ουσ αρσ και θηλ.)
mortale (επίθ.)
mortaletto (ουσ αρσ )
mortalità (θηλ.ουσ)
mortalmente (επίρ.)
mortaretto (ουσ αρσ )
mortasa (θηλ.ουσ)
mortasare (ρ. μτβ.)
mortasatrice (θηλ.ουσ)
mortasatura (θηλ.ουσ)
morte (θηλ.ουσ)
mortella (θηλ.ουσ)
morticino (ουσ αρσ )
morticino (επίθ.)
mortificante (επίθ.)
mortificare (ρ. μτβ.)
mortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mortificato (επίθ.)
mortificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mortificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---