Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mortalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mortaliˈta]

1 ρυθμός θανάτων
2 θνητότητα
3 θνησιμότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mortaletto mortalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mortadella (θηλ.ουσ)
mortaio (ουσ αρσ )
mortale (ουσ αρσ και θηλ.)
mortale (επίθ.)
mortaletto (ουσ αρσ )
mortalità (θηλ.ουσ)
mortalmente (επίρ.)
mortaretto (ουσ αρσ )
mortasa (θηλ.ουσ)
mortasare (ρ. μτβ.)
mortasatrice (θηλ.ουσ)
mortasatura (θηλ.ουσ)
morte (θηλ.ουσ)
mortella (θηλ.ουσ)
morticino (ουσ αρσ )
morticino (επίθ.)
mortificante (επίθ.)
mortificare (ρ. μτβ.)
mortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mortificato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---