Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morganaticaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [morganatikaˈmente]

1 με το αριστερό χέρι
2 μοργανατικώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morfologico morganatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morfinomania (θηλ.ουσ)
morfogenesi (θηλ.ουσ)
morfogenetico (επίθ.)
morfologia (θηλ.ουσ)
morfologico (επίθ.)
morganaticamente (επίρ.)
morganatico (επίθ.)
morgue (θηλ.ουσ)
moria (θηλ.ουσ)
moribondo (ουσ αρσ )
moribondo (επίθ.)
morigeratezza (θηλ.ουσ)
morigerato (αρσ. επίθ και ουσ)
moriglione (ουσ αρσ )
morire (ρ.αμτβ.)
morire (ρ. μτβ.)
morirsi (ρ.μ. (αντων.))
morituro (ουσ αρσ )
morituro (επίθ.)
mormone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---