ItalianoGreco


mordàce  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [morˈdaʧe]

1 καυστικός
2 κοφτερός
3 σαρκαστικός
4 καυτερός
5 οξύς
6 τσουχτερός
7 δηκτικός
8 δριμύς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---