Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mordacità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mordaʧiˈta]

1 καυστικότητα
2 δριμύτητα
3 δηκτικότητα
4 οξύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mordacemente mordente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

morchella (θηλ.ουσ)
morchia (θηλ.ουσ)
mordacchia (θηλ.ουσ)
mordace (αρσ. επίθ και ουσ)
mordacemente (επίρ.)
mordacità (θηλ.ουσ)
mordente (ουσ αρσ )
mordente (επίθ.)
mordenzare (ρ. μτβ.)
mordenzatura (θηλ.ουσ)
mordere (ρ. μτβ.)
mordicchiare (ρ. μτβ.)
mordigallina (θηλ.ουσ)
morello (ουσ αρσ )
morello (επίθ.)
morena (θηλ.ουσ)
morente (ουσ αρσ και θηλ.)
morente (επίθ.)
moresco (επίθ.)
moretta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---