Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmordenzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [mordenˈtsare] 1 βάζω στερεωτικό σε βαφή 2 ρίχνω διαβρωτική ουσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |