Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòrbido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔrbido]

μαλακό κομμάτι

mòrbido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔrbido]

απαλός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morbidezza morbigeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moratorio (επίθ.)
moravo (ουσ αρσ )
moravo (επίθ.)
morbidamente (επίρ.)
morbidezza (θηλ.ουσ)
morbido (ουσ αρσ )
morbido (επίθ.)
morbigeno (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ)
morbillo (ουσ αρσ )
morbo (ουσ αρσ )
morbosamente (επίρ.)
morbosità (θηλ.ουσ)
morboso (επίθ.)
morchella (θηλ.ουσ)
morchia (θηλ.ουσ)
mordacchia (θηλ.ουσ)
mordace (αρσ. επίθ και ουσ)
mordacemente (επίρ.)
mordacità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---