Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


morbidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [morbiˈdettsa]

1 υπακοή
2 λεπτότητα
3 αβρότητα
4 τρυφή
5 συμμόρφωση
6 ευπείθεια
7 απαλότητα
8 τρυφεράδα
9 τρυφερότητα
10 ομαλότητα
11 ωριμότητα
12 γλύκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morbidamente morbido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moratoria (θηλ.ουσ)
moratorio (επίθ.)
moravo (ουσ αρσ )
moravo (επίθ.)
morbidamente (επίρ.)
morbidezza (θηλ.ουσ)
morbido (ουσ αρσ )
morbido (επίθ.)
morbigeno (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ)
morbillo (ουσ αρσ )
morbo (ουσ αρσ )
morbosamente (επίρ.)
morbosità (θηλ.ουσ)
morboso (επίθ.)
morchella (θηλ.ουσ)
morchia (θηλ.ουσ)
mordacchia (θηλ.ουσ)
mordace (αρσ. επίθ και ουσ)
mordacemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---