ItalianoGreco


morbidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [morbiˈdettsa]

1 υπακοή
2 λεπτότητα
3 αβρότητα
4 τρυφή
5 συμμόρφωση
6 ευπείθεια
7 απαλότητα
8 τρυφεράδα
9 τρυφερότητα
10 ομαλότητα
11 ωριμότητα
12 γλύκα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---