Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moratòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moraˈtɔrja]

1 συμφωνημένη αναστολή
2 δικαιοστάσιο
3 μορατόριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moralmente moratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moralizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
moralizzatore (ουσ αρσ )
moralizzatore (επίθ.)
moralizzazione (θηλ.ουσ)
moralmente (επίρ.)
moratoria (θηλ.ουσ)
moratorio (επίθ.)
moravo (ουσ αρσ )
moravo (επίθ.)
morbidamente (επίρ.)
morbidezza (θηλ.ουσ)
morbido (ουσ αρσ )
morbido (επίθ.)
morbigeno (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ)
morbillo (ουσ αρσ )
morbo (ουσ αρσ )
morbosamente (επίρ.)
morbosità (θηλ.ουσ)
morboso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---