Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoràvo, mòravo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moˈravo], [ˈmɔravo] κάτοικος Μοραβίας moràvo, mòravo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moˈravo], [ˈmɔravo] ο της Μοραβίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |