Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moralizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moraliddzaˈtore]

άνθρωπος που διαπλάθει ηθικά

moralizzatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moraliddzaˈtore]

διαπλάθων ηθικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moralizzare moralizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moralismo (ουσ αρσ )
moralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
moralistico (επίθ.)
moralità (θηλ.ουσ)
moralizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
moralizzatore (ουσ αρσ )
moralizzatore (επίθ.)
moralizzazione (θηλ.ουσ)
moralmente (επίρ.)
moratoria (θηλ.ουσ)
moratorio (επίθ.)
moravo (ουσ αρσ )
moravo (επίθ.)
morbidamente (επίρ.)
morbidezza (θηλ.ουσ)
morbido (ουσ αρσ )
morbido (επίθ.)
morbigeno (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ)
morbillo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---