Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moraleggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [moraledˈʤare]

1 δογματίζω για ηθική ή ανήθικη συμπεριφορά
2 ηθικολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  morale moralismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moquette (θηλ.ουσ)
mora (θηλ.ουσ)
morale (ουσ αρσ )
morale (θηλ.ουσ)
morale (επίθ.)
moraleggiare (ρ.αμτβ.)
moralismo (ουσ αρσ )
moralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
moralistico (επίθ.)
moralità (θηλ.ουσ)
moralizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
moralizzatore (ουσ αρσ )
moralizzatore (επίθ.)
moralizzazione (θηλ.ουσ)
moralmente (επίρ.)
moratoria (θηλ.ουσ)
moratorio (επίθ.)
moravo (ουσ αρσ )
moravo (επίθ.)
morbidamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---