Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


montuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [montuˈoso], [montuˈozo]

ορεινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  montuosità montura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

montessoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
montgomery (ουσ αρσ )
monticare (ρ.αμτβ.)
montone (ουσ αρσ )
montuosità (θηλ.ουσ)
montuoso (επίθ.)
montura (θηλ.ουσ)
monumentale (επίθ.)
monumentalità (θηλ.ουσ)
monumento (ουσ αρσ )
moquette (θηλ.ουσ)
mora (θηλ.ουσ)
morale (ουσ αρσ )
morale (θηλ.ουσ)
morale (επίθ.)
moraleggiare (ρ.αμτβ.)
moralismo (ουσ αρσ )
moralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
moralistico (επίθ.)
moralità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---