Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmontóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [monˈtone] 1 zoologia) το κριάρι 2 (giaccone) το μουτόν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |