Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonteprèmi
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,monteˈprɛmi] 1 σύνολο ακέρδιστων χρημάτων 2 μερίδιο στα λάφυρα 3 λεφτά βραβείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |