Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmónte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmonte] το όρος, το βουνό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαMonte [αρσ.] Athos = ο Άθος, το Άγιον Όρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |