ItalianoGreco


montatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [montaˈtore]

1 προσαρμοστής
2 μονταδόρος
3 εφαρμοστής
4 συντάκτης
5 συναρμολογητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---