Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


montàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [monˈtato]

1 φαντασμένος
2 χτυπημένος
3 φουσκωμένος στα μυαλά
4 αυτάρεσκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  montata montatoio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


panna [θηλ.] montata = η κρέμα σαντιγύ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

montante (αρσ. επίθ και ουσ)
montare (ρ.αμτβ.)
montare (ρ. μτβ.)
montarsi (ρ.μ. (αντων.))
montata (θηλ.ουσ)
montato (αρσ. επίθ και ουσ)
montatoio (ουσ αρσ )
montatore (αρσ. επίθ και ουσ)
montatura (θηλ.ουσ)
montavivande (ουσ αρσ )
monte (ουσ αρσ )
montebianco (ουσ αρσ )
Montecchi (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
montenegrino (ουσ αρσ )
montenegrino (επίθ.)
montepremi (ουσ αρσ )
montessoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
montgomery (ουσ αρσ )
monticare (ρ.αμτβ.)
montone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---