Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


montànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [monˈtante]

1 αντέρεισμα
2 άπερκατ (πυγμαχία)
3 δομικό μέλος αεροσκάφους που αντέχει πίεση
4 αντηρίς
5 ολικό ποσό
6 δοκάρι τέρματος
7 παραστάδα
8 στύλος θύρας ή παραθύρου
9 παραστάτης πόρτας
10 λάβαρο
11 υποστήριγμα
12 κατακόρυφη δοκός
13 κατακόρυφο στήριγμα
14 ορθοστάτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  montano montare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

montanaro (ουσ αρσ )
montanaro (επίθ.)
montanello (ουσ αρσ )
montanino (αρσ. επίθ και ουσ)
montano (επίθ.)
montante (αρσ. επίθ και ουσ)
montare (ρ.αμτβ.)
montare (ρ. μτβ.)
montarsi (ρ.μ. (αντων.))
montata (θηλ.ουσ)
montato (αρσ. επίθ και ουσ)
montatoio (ουσ αρσ )
montatore (αρσ. επίθ και ουσ)
montatura (θηλ.ουσ)
montavivande (ουσ αρσ )
monte (ουσ αρσ )
montebianco (ουσ αρσ )
Montecchi (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
montenegrino (ουσ αρσ )
montenegrino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---