Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmontanèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [montaˈnɛllo] 1 φλώρος 2 σπίνος carduelis cannabina 3 γαρδέλι 4 καρδερίνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |