Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmontanàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [montaˈnaro] ορεσίβιος κάτοικος montanàro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [montaˈnaro] 1 ορεινός 2 βουνίσιος 3 ορεσίβιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |