Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


montanàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [montaˈnaro]

ορεσίβιος κάτοικος

montanàro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [montaˈnaro]

1 ορεινός
2 βουνίσιος
3 ορεσίβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  montagnoso montanello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

montacarichi (ουσ αρσ )
montaggio (ουσ αρσ )
montagna (θηλ.ουσ)
montagnola (θηλ.ουσ)
montagnoso (επίθ.)
montanaro (ουσ αρσ )
montanaro (επίθ.)
montanello (ουσ αρσ )
montanino (αρσ. επίθ και ουσ)
montano (επίθ.)
montante (αρσ. επίθ και ουσ)
montare (ρ.αμτβ.)
montare (ρ. μτβ.)
montarsi (ρ.μ. (αντων.))
montata (θηλ.ουσ)
montato (αρσ. επίθ και ουσ)
montatoio (ουσ αρσ )
montatore (αρσ. επίθ και ουσ)
montatura (θηλ.ουσ)
montavivande (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---