Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

memòria (θηλ.ουσ) mendicànte (επίθ.)
memorie (θηλ. ουσ πληθ.) mendicàre (ρ.αμτβ.)
memoriàle (αρσ. επίθ και ουσ) mendicàre (ρ. μτβ.)
memorialìsta (ουσ αρσ και θηλ.) mendicità (θηλ.ουσ)
memorizzàre (ρ. μτβ.) mendìco (ουσ αρσ )
memorizzazióne (θηλ.ουσ) mendìco (επίθ.)
ména, mèna (θηλ.ουσ) menefreghìsmo (ουσ αρσ )
menabò (ουσ αρσ ) menefreghìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
mènade (θηλ.ουσ) menefreghìsta (επίθ.)
ménage (ουσ αρσ ) meneghìno (ουσ αρσ )
menagràmo (ουσ αρσ και θηλ.) meneghìno (επίθ.)
menàrca (ουσ αρσ ) Menelào (κύρ.όν. αρσ.)
menàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) menestrèllo (ουσ αρσ )
menarsi (ρ.μ. (αντων.)) mènhir, menhìr (ουσ αρσ )
menaròla (θηλ.ουσ) menìnge (θηλ.ουσ)
menàta (θηλ.ουσ) meningèo, menìngeo (επίθ.)
mènda (θηλ.ουσ) meningìte (θηλ.ουσ)
mendàce (επίθ.) meningocòcco (ουσ αρσ )
mendàcia (θηλ.ουσ) meningoencefalìte (θηλ.ουσ)
mendàcio (ουσ αρσ ) meningoencefalìtico (επίθ.)
mendacità (θηλ.ουσ) menìsco (ουσ αρσ )
mendelèvio (ουσ αρσ ) méno (ουσ αρσ )
mendeliàno (επίθ.) méno (επίθ.)
mendelìsmo (ουσ αρσ ) méno (πρόθ.)
mendicànte (ουσ αρσ και θηλ.) méno (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: