Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmendicànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mendiˈkante] ο ζητιάνος mendicànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mendiˈkante] 1 ικετεύων 2 ικέτης 3 επαιτών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |