Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmenefreghìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [menefreˈgista] 1 ζεμανφουτίστας 2 ζαμανφουτίστας 3 αδιάφορος άνθρωπος menefreghìsta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [menefreˈgista] 1 οχαδερφικός 2 αδιάφορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |