Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmeneghìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meneˈgino] 1 διάλεκτος περιοχής Μιλάνου 2 Μιλανέζος meneghìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [meneˈgino] Μιλανέζικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |