ItalianoGreco


méno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmeno]

(aritmetica) μείον

méno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmeno]

λιγότερος (-η, -ο)

méno  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈmeno]

εκτός

méno  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈmeno]

λιγότερο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a meno che = εκτός αν, εκτός κι άν || per lo meno = τουλάχιστον || più o meno = πάνω κάτω, περισσότερο ή λιγότερο || sempre meno = ολοένα και λιγότερο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---