ItalianoGreco


menomazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [menomatˈtsjone]

1 ψαλίδισμα
2 υποτίμηση
3 χαμήλωμα
4 σύμπτυξη
5 υποστολή
6 σακάτεμα
7 διανοητική αναπηρία
8 αναπηρία
9 βλάβη
10 εξασθένηση
11 συμπίεση
12 μείωση
13 ολιγόστευμα
14 λιγόστεμα
15 ελάττωση
16 υποβάθμιση
17 περιστολή
18 πτώση
19 περιορισμός
20 ολιγόστευσις
21 περικοπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---