Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mènsola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛnsola]

το ραφάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mensilmente mensuralismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menscevismo (ουσ αρσ )
mensile (ουσ αρσ )
mensile (επίθ.)
mensilità (θηλ.ουσ)
mensilmente (επίρ.)
mensola (θηλ.ουσ)
mensuralismo (ουσ αρσ )
menta (θηλ.ουσ)
mentale (επίθ.)
mentalità (θηλ.ουσ)
mentalmente (επίρ.)
mentastro (ουσ αρσ )
mente (θηλ.ουσ)
mentecatto (ουσ αρσ )
mentecatto (επίθ.)
mentina (θηλ.ουσ)
mentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mentito (επίθ.)
mentitore (ουσ αρσ )
mentitore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---