Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mentecàtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [menteˈkatto]

1 ηλίθιος άνθρωπος
2 τρελός άνθρωπος

mentecàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [menteˈkatto]

1 ηλίθιος
2 τρελός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mente mentina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mentale (επίθ.)
mentalità (θηλ.ουσ)
mentalmente (επίρ.)
mentastro (ουσ αρσ )
mente (θηλ.ουσ)
mentecatto (ουσ αρσ )
mentecatto (επίθ.)
mentina (θηλ.ουσ)
mentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mentito (επίθ.)
mentitore (ουσ αρσ )
mentitore (επίθ.)
mento (ουσ αρσ )
mentolato (επίθ.)
mentolo (ουσ αρσ )
mentoniera (θηλ.ουσ)
mentore (ουσ αρσ )
mentovare (ρ. μτβ.)
mentre (σύνδ.)
mentuccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---