Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmentecàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [menteˈkatto] 1 ηλίθιος άνθρωπος 2 τρελός άνθρωπος mentecàtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [menteˈkatto] 1 ηλίθιος 2 τρελός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |