Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ménte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmente]

ο νους, το μυαλό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mentastro mentecatto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mente [θηλ.] lucida = το καθαρό μυαλό || tenere a mente = συγκρατώ στη μνήμη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menta (θηλ.ουσ)
mentale (επίθ.)
mentalità (θηλ.ουσ)
mentalmente (επίρ.)
mentastro (ουσ αρσ )
mente (θηλ.ουσ)
mentecatto (ουσ αρσ )
mentecatto (επίθ.)
mentina (θηλ.ουσ)
mentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mentito (επίθ.)
mentitore (ουσ αρσ )
mentitore (επίθ.)
mento (ουσ αρσ )
mentolato (επίθ.)
mentolo (ουσ αρσ )
mentoniera (θηλ.ουσ)
mentore (ουσ αρσ )
mentovare (ρ. μτβ.)
mentre (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---