Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mentonièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mentoˈnjɛra]

διάταξη για να ακουμπά το πηγούνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mentolo mentore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mentitore (ουσ αρσ )
mentitore (επίθ.)
mento (ουσ αρσ )
mentolato (επίθ.)
mentolo (ουσ αρσ )
mentoniera (θηλ.ουσ)
mentore (ουσ αρσ )
mentovare (ρ. μτβ.)
mentre (σύνδ.)
mentuccia (θηλ.ουσ)
menu, menù (ουσ αρσ )
menzionabile (επίθ.)
menzionare (ρ. μτβ.)
menzionato (επίθ.)
menzione (θηλ.ουσ)
menzogna (θηλ.ουσ)
menzognero (επίθ.)
meramente (επίρ.)
meraviglia (θηλ.ουσ)
meravigliare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---