Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


menzionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mentsjoˈnato]

1 αναφερόμενος
2 αναφερθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menzionare menzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mentre (σύνδ.)
mentuccia (θηλ.ουσ)
menu, menù (ουσ αρσ )
menzionabile (επίθ.)
menzionare (ρ. μτβ.)
menzionato (επίθ.)
menzione (θηλ.ουσ)
menzogna (θηλ.ουσ)
menzognero (επίθ.)
meramente (επίρ.)
meraviglia (θηλ.ουσ)
meravigliare (ρ.αμτβ.)
meravigliare (ρ. μτβ.)
meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
meravigliato (επίθ.)
meravigliosamente (επίρ.)
meraviglioso (ουσ αρσ )
meraviglioso (επίθ.)
mercante (ουσ αρσ )
mercanteggiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---