meravigliàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎato]
1 κατάπληχτος
2 κεραυνόπληκτος
3 εμβρόντητος
4 ενεός
5 άλαλος
6 απορημένος
7 συγκλονισμένος
8 άφωνος
9 εκστατικός
10 κατάπληκτος
11 κεραυνόπληκτος
12 εμβρόντητος
13 απόπληκτος
14 έκθαμβος
15 έκπληκτος
16 άναυδος
17 απόπληκτος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎato]
1 κατάπληχτος
2 κεραυνόπληκτος
3 εμβρόντητος
4 ενεός
5 άλαλος
6 απορημένος
7 συγκλονισμένος
8 άφωνος
9 εκστατικός
10 κατάπληκτος
11 κεραυνόπληκτος
12 εμβρόντητος
13 απόπληκτος
14 έκθαμβος
15 έκπληκτος
16 άναυδος
17 απόπληκτος
permalink
meravigliato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android