Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmercanteggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [merkantedʤaˈmento] 1 παζαρλίκι 2 παζάρι 3 παζάρεμα 4 διαπραγμάτευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |